- προσμένει
- προσμένωbidepres ind mp 2nd sgπροσμένωbidepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσμενεῖ — προσμένω bide fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) προσμένω bide fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσμονητής — ο, Ν [προσμένω] αυτός που προσμένει κάποιον ή κάτι με χαρά, ανυπομονησία ή ελπίδα … Dictionary of Greek
ραδινός — ή, ό / ῥαδινός, ή, όν, ΝΜΑ, και ραϊδινός, ή, ό, Ν, και ῥοδανός και ῥαδαλός και ραδανός, ή, όν και αιολ. τ. βραδινός, ίνα, ον, Α (για μέλη τού σώματος και για πρόσ.) 1. λεπτοκαμωμένος, βεργολυγερός (α. «ραϊδινή παρθένα τούς προσμένει», Γρυπ. β.… … Dictionary of Greek
ομορφονιός — ομορφονιός, ο και μορφονιός, ο θηλ. ιά όμορφος νέος, παλικάρι, λεβέντης· ομορφονιά και μορφονιά, η, ωραία κοπέλα, όμορφη κόρη: ...Η μορφονιά που κάποτε αγαπούσαμε, προσμένει το φτωχό καραβοκύρη (Πορφύρας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσμένω — πρόσμεινα, αναμένω, ελπίζω, καρτερώ: Κι ακουμπισμένη σ ένα παραθύρι... προσμένει το φτωχό καραβοκύρη (Πορφύρας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όξω — και έξω επίρρ. τοπ., εκτός: Είπε πως όξω στη στεριά τους Τούρκους θα προσμένει (Πάλλης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)